χαλκίναος

χαλκίναος
-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινο ναό, χαλκίοικος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + ναός (πρβλ. πολύ-ναος, πρό-ναος). Ο τ. έχει σχηματιστεί κατά το χαλκί-οικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαλκίναος — dwelling in a brazen temple masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”